πόδωμα

πόδωμα
πόδ-ωμα, ατος, τό, ([etym.] πούς)
A floor, base, Apollod.Poliorc.192.7, OGI510.5(Ephesus, ii A.D.); of a granary, BGU321.13 (iii A.D.), etc.
2 storage-charge for grain, PRyl.71 Intr. (i B.C.), PTeb.339.17 (iii A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόδωμα — floor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόδωμα — (I) το, Ν [πούς, ποδός] ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου. (II) τὸ, Α 1. δάπεδο, βάση 2. σιταποθήκη 3. φρ. «τέλος ποδώματος» φόρος αποθηκεύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρόν)] …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”